ἀναρύτω

ἀναρύτω
ἀνᾰρύτω [pron. full] [ῠ], [tense] aor. 1
A

ἀνήρυσα Hsch.

, draw as from a well, Plu.2.949f: metaph.,

ἀ. θριάμβους Cratin.36

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναρύτω — ἀναρύτω (Α) αντλώ, βγάζω νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρύτω (αττ. τ. τού αρύω «αντλώ»). ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις] …   Dictionary of Greek

  • ανάρυσις — ἀνάρυσις, η (Α) [αναρύτω] η άντληση, το βγάλσιμο νερού …   Dictionary of Greek

  • αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”